-
1 денежный
επ.1. χρηματικός• νομισματικός•-ящик χρηματοκιβώτιο•
-ая помощь χρηματική! βοήθεια•
-ая реформа νομισματική μεταρρύθμιση•
-ое обращение νομισματική κυκλοφορία•
денежный знак χαρτονόμισμα•
денежный перевод χρηματικό εμβασμα (επιταγή)•
денежный штраф χρηματικό πρόστιμο•
денежный доход χρηματικό έσοδο•
-ая премия χρηματική επιβράβευση•
-ые ресурсы χρηματικοί πόροι•
-ые средства το ρευστό χρήμα•
денежный мешок το βαλάντιο, το πουγγί•
-ые затруднения χρηματική (οικονομική) δυσχέρεια.
2. παραδούχος, παραλής. -
2 ущерб
1. (убыток, урон, потеря) η ζημι/ά, η βλάβη, η φθορά' * без - а χωρίς -, в - με -προς -2. (ослаб-ление, уменьшение, спад) η πτώση, η ελάττωση 3. астр. (положение луны) η χάση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ущерб
-
3 оборот
оборот м 1) (поворот) η στροφή, η τροπή 2) эк. η κυκλοφορία· денежный \оборот η χρηματική κυκλοφορία 3) (обратная сторона) η ανάποδη, το πίσω μέρος· на \обороте о πίσθεν 4): \оборот речи η έκφραση* * *м1) ( поворот) η στροφή, η τροπή2) эк. η κυκλοφορίαде́нежный оборо́т — η χρηματική κυκλοφορία
3) ( обратная сторона) η ανάποδη, το πίσω μέροςна оборо́те — o πισθεν
4)оборо́т ре́чи — η έκφραση
-
4 взнос
1. (платёж) η εισφορά 2. (внесённые за что-л. деньги) η συνδρομή 3. (при уплате частями) η δόσηпервоначальный - η πρώτη πληρωμή/δόσηстраховой - τα ασφάλιστρα, членский - η συνδρομή του μέλουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взнос
-
5 оборот
оборотм1. ἡ (περι)στροφή, ὁ γῦρος, τό γύρισμα:\оборот колеса ἡ στροφή τοῦ τρο-χοῦ, τό γύρισμα τής ρόδας·2. эк. ἡ κυκλοφορία:денежный \оборот ἡ χρηματική κυκλοφορία· торговый \оборот ἡ κυκλοφορία τῶν ἐμπορευμάτων, οἱ ἐμπορικές δοσοληψίες· \оборот капитала ἡ κυκλοφορία τοῦ κεφαλαίου·3. (обратная сторона) ἡ ἀνάποδη, τά νῶτα, τό πίσω μέρος:на \обороте ὀπισθεν делать надпись на \обороте ὀπισθογραφῶ·4. перен (поворот, направление) ἡ τροπή, ὁ δρόμος, ἡ κατεύθυνση [-ις]:дело принимает плохой \оборот ἡ ὑπόθεση παίρνει ἀσχημη τροπή·5. (выражение) ἡ ἔκφραση[-ις]:\оборот речи ἡ Εκφραση· неправильный \оборот речи ἡ λαθεμένη Εκφραση· ◊ пустить в \оборот θέτω (или βάζω) σέ κυκλοφορία· взять кого-л. в \оборот разг σφίγγω τά λουριά κάποιου.